- ηχολήπτης
- οθηλ. -ήπτρια αυτός που ελέγχει την αποτύπωση ή την ποιότητα του ήχου σε δίσκο ή ταινία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηχολήπτης — ο ο υπεύθυνος για την εγγραφή τού ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ανα λήπτης, παρα λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound engineer] … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
Καφετζόπουλος, Αντώνης — (Κωνσταντινούπολη 1951 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Το 1974 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του Ανοιχτού Θεάτρου, όπου έπαιξε έναν μικρό ρόλο. Στη συνέχεια αποφάσισε να σπουδάσει ηθοποιός… … Dictionary of Greek